Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

 

“σιλάνς σιλβουπλέ”

Ιούνιος 2008. Μικρή παρέα. Απόδραση στη Σούγια. Τριήμερο του Αγ. Πνεύματος. Ο Αντώνης έχει καλέσει τη Μαρινέλλα. Το μεσημέρι καταφθάνει. Πρώτες εντυπώσεις: συμπαθής, προσηνής, καταδεκτική. Η κουβέντα ανοίγεται εύκολα μαζί της και κυλάει αβίαστα. Μιλάει χαμηλόφωνα για τη δουλειά της, θεατρική και συγγραφική, αλλά στο βάθος υποφώσκει ένα διακριτικό πάθος, ένα μεράκι. Όταν της προτείνουμε να πάμε για μπάνιο, η Μαρινέλλα αρνείται ευγενικά. Λέει σιβυλλικά ότι προτιμά να παρατηρεί τη θάλασσα μόνη της κι από μακριά. Σούρουπο στη Σούγια μετά το μπάνιο. Η ώρα προσφέρεται για πιο εσωτερικές αναζητήσεις, ποιητικούς περίπατους και καταθέσεις αισθητικής μορφής. Διαβάζουμε ποιήματα της Μαρινέλλας, (τα είχε φέρει ‘τυχαία’ ο Αντώνης).Τα ποιήματα την κάνουν πιο οικεία, τη φέρνουν κοντά μας. Όταν της εκφράζουμε τη συγκίνηση μας και το κλίμα εμπιστοσύνης εμπεδώνεται, φέρνει η ίδια το «σιλάνς σιλβουπλέ», το μυθιστόρημά της, και το καταθέτει στην ομήγυρη, μαζί με αρκετές πληροφορίες αυτοβιογραφικής φύσης, που μας προκαλούν να το διαβάσουμε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα η ανάγνωση αποσπασμάτων του βιβλίου γίνεται μια μαγική γέφυρα, η οποία μας μεταφέρει σε μια εποχή που, αν δεν υπάρχει πια, έχει διαμορφώσει πολλούς από εμάς κι έχει σφραγίσει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Η αυθεντική εμπειρία εκείνης της βραδιάς γέννησε και την ιδέα της αποψινής παρουσίασης.

Το «σιλάνς σιλβουπλέ» είναι ένα μυθιστόρημα  που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Κέδρος. Αναπτύσσεται σε 230 περίπου σελίδες και είναι χωρισμένο σε 98 μικρές ενότητες, σαν αυτοτελή επεισόδια. «Σκέψεις, εξομολογήσεις, εκθέσεις», οι οποίες πραγματεύονται την ιστορία «ενός κοριτσιού που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Κρήτης τη δεκαετία του 1960. Η αφήγηση του κοριτσιού, άμεση, ρεαλιστική και συνάμα ποιητική περιδιαβάζει τα κακοτράχαλα μυστικά δρομάκια του κόσμου,- της ψυχής και της ατομικής και συλλογικής ιστορίας- με τη φυσικότητα που πηδάει ένα αγρίμι από βράχο σε βράχο», όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Με άλλα λόγια το μυθιστόρημα αυτό βασίζεται σε ένα πρωτογενές αυτοβιογραφικό υλικό με βαρύ συναισθηματικό φορτίο και τραγικές εμπειρίες. 

Το υλικό αυτό η Μαρινέλλα το μετουσιώνει με όρους λογοτεχνικούς, επιλέγοντας να το δώσει μέσα από τα παιδικά μάτια της μικρής, που γράφει περίεργες εκθέσεις και εξομολογητικά κείμενα ημερολογιακού τύπου και φιλτράροντάς το με τη ματιά της σύγχρονης γυναίκας που έχει φτάσει στην αυτοπραγμάτωση μέσω της τέχνης. 

Ήδη με τον τίτλο σηματοδοτείται μια ιστορία μυστικών, κρυμμένων καταστάσεων και ανέκφραστων συναισθημάτων. Μια ιστορία σιωπής. «Σιλάνς σιλβουπλέ! Σιωπή παρακαλώ!». Η φράση αυτή εκφωνείται κάθε φορά που εμφανίζεται η μικρή ηρωίδα. Τα μυστικά που αποκρύπτονται, αντί να την προστατέψουν, όπως ίσως θα ήθελαν οι θετοί γονείς της, γίνονται σκιές και φαντάσματα που χορεύουν στην κοιλιά της. Υπάρχουν όμως και ένοχα μυστικά μιας κοινωνίας που φοβάται και ζει μέσα στη μυστικοπάθεια, είτε για να προστατευτεί από την αστυνομία, είτε από ‘‘εκείνους’’, τους φυγόδικους αντάρτες που κρύβονται στις χανιώτικες Μαδάρες χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Πίσω από τη σιωπή κρύβονται επίσης νοοτροπίες και αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες στις κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, όπου όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους αλλά τα διαδίδουν ως εφτασφράγιστα μυστικά.

Στα έξι πρώτα κεφάλαια δίνεται σε αδρές γραμμές η ιστορία της φυσικής οικογένειας της ηρωίδας. Ο πατέρας ανάπηρος και 30 χρόνια μεγαλύτερος από τη μητέρα αλλά μαχητής, έστω και με ένα πόδι. Μια μέρα πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας ορφανά εφτά παιδιά. Η μητέρα, μικρή-μικρή στα βάσανα, δουλεύει σκληρά στα χωράφια και στο καφενείο, βοηθάει ‘‘εκείνους’’, μεγαλώνει τα ορφανά της αλλά δε χάνει το κουράγιο της. Με το λουλουδένιο της φουστάνι μεταμορφώνει τον κόσμο του μικρού κοριτσιού. Τελικά, έξι μήνες μετά το θάνατο του πατέρα, δολοφονείται άγρια, όταν παύει να προσφέρει τη βοήθειά της ‘‘σ’ εκείνους’’. Μετά το βίαιο θάνατο της μητέρας «τα παιδιά σκορπίζονται στους πέντε ανέμους». Η ηρωίδα μας υιοθετείται, μετά από αρκετές περιπέτειες, από ένα ζευγάρι κομμουνιστών, που έχουν έρθει από το Παρίσι.

Στα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου παρακολουθούμε στιγμιότυπα κυρίως από τη δύσκολη παιδική ηλικία της ηρωίδας, την ήβη με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα ως τη βίαιη διακοπή όλων αυτών με το γάμο που της επιβάλλεται στα 14 της χρόνια.

 Στο σπίτι των θετών γονιών της στο διπλανό χωριό η μικρή δέχεται την ευεργετική φροντίδα τους και την ιδιόμορφη αγάπη τους (εξάλλου παιδαγωγική αρχή της εποχής ήταν: «τα παιδιά πρέπει να τ’ αγαπάς χωρίς να το ξέρουν»)αλλά υφίσταται και τις σιωπές, τα μυστικά τους, τα νεύρα και τον αυταρχισμό της μητέρας, τις καλές προθέσεις αλλά αδυναμία του πατέρα, το ρίγος που της προκαλεί η φιλοξενία που παρέχουν ‘‘σ’ εκείνους’’, τους φονιάδες της φυσικής της μητέρας. Δυο θετοί γονείς που προσφέρουν τα «πάντα» στο παιδί χωρίς να του δίνουν το βασικό για να ισορροπήσει: την ασφάλεια, τη απρόσκοπτη συναισθηματική ανταλλαγή, το ελεύθερο να μιλάει ανοιχτά για τους φόβους και τα φαντάσματα που το κατατρέχουν. Δυο θετοί γονείς με έντονη κοινωνική και πολιτική δράση, που διαφέρουν από τους υπόλοιπους χωριανούς  στην ιδεολογία και την πολιτική τοποθέτηση αλλά ταυτόχρονα διατηρούν όλα τα στερεότυπα και τη νοοτροπία της κλειστής κοινωνίας του χωριού της 10ετίας του ’60.

Μιας κοινωνίας σκληρής, όπου δάσκαλοι και γονείς υιοθετούν την παιδαγωγική της βίτσας, μιας κοινωνίας που χλευάζει τον αδύναμο και τον διαφορετικό, που βασανίζει ζώα και ανθρώπους για να διασκεδάσει. Μιας κοινωνίας  επίσης που υποφέρει από την οικονομική δυσπραγία και τη χρόνια καθυστέρηση, που ζει με το φόβο του χωροφύλακα και με τα κομματικά πάθη και που γι’ αυτό δε διαθέτει αποθέματα στοργής και τρυφερότητας για τα αδύναμα μέλη της. Οι συνθήκες αυτές δεν αφήνουν τα τραύματα της πρωταγωνίστριας να επουλωθούν. Αντίθετα την οδηγούν στην απομόνωση, σ’ έναν χώρο όπου εισβάλλουν σκιές και φαντάσματα και κατασπαράσσουν την παιδική της ψυχή. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις της για αγάπη και επικοινωνία κι ενώ φαίνεται πως υπάρχει το έδαφος για να καλλιεργηθούν, τελικά ακυρώνονται μέσα στο νόμο της σιωπής και των καταπιεσμένων συναισθημάτων. Παρόλα αυτά η μικρή ηρωίδα καταφέρνει να επιβιώνει και συχνά να αντλεί χαρά από καθετί θετικό γύρω της: από το χιόνι, από τον πυρετό της ακόμη, από το κουτί με τα μαντίλια, από τα πουλιά και τα γατιά, από το τρίξιμο των ξύλων στη σόμπα, από τις διαδρομές που κάνει το σαράκι στην πόρτα, από το μάζεμα χόρτων με τη μαμά και τις δουλειές στο χωράφι με το μπαμπά, από τους ανθρώπους που με οποιοδήποτε τρόπο της δείχνουν κάποια τρυφερότητα. Τελικά από τα πιο απλά καθημερινά πράγματα και τις μικροχαρές μιας εποχής, που μ’ όλη τη σκληρότητα και την αντιφατικότητά της, διέθετε και υπόγεια κοιτάσματα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και ήταν πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα.

Κι όλα τα παραπάνω, μαζί με μιαν ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία, της έδωσαν τα υλικά να φτιάξει στο τέλος το λευκό μεταξωτό φουστάνι, την καινούρια στέρεα ταυτότητα με την οποία επιλέγει να πορευτεί στην υπόλοιπη μισή ζωή που την περίμενε, αφού αποτίναξε από πάνω της τα πολλαπλά επανωφόρια που της είχαν φορέσει. Με αυτόν τον επίλογο, κεντημένο αριστοτεχνικά σε μικρές σαν στροφές παραγράφους, δίνεται μια βαθιά ψυχαναλυτική και συνάμα ποιητική έξοδος στο μυθιστόρημαΌσο συγκλονιστικό όμως κι αν είναι το περιεχόμενο εκείνο που κάνει ιδιαίτερο το βιβλίο είναι ο τρόπος που η συγγραφέας χειρίζεται το υλικό της. Το μεγάλο πλεονέκτημα της γραφής της Μαρινέλλας Βλαχάκη είναι ότι καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα, την πίκρα και τη γλύκα της ζωής. Μας μεταδίδει τη συγκίνηση που προκαλούν τα τραγικά γεγονότα μετριάζοντάς τη με το χιούμορ. Χωρίς να πέφτει στο μελό, χωρίς να καταγγέλλει και χωρίς να κομπορρημονεί. Ακολουθώντας το δρόμο του ρεαλισμού αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους χωρίς αναλύσεις και περιττούς σχολιασμούς. Αυτό το πετυχαίνει χάρη στην παιδική οπτική γωνία που επιλέγει να παρατηρεί και να καταγράφει τα γεγονότα. Μια οπτική γωνία που φέρει όλο το βάρος μα και την ελαφράδα της μαρτυρίας ενός παιδιού. Γι’ αυτό και η αφήγηση είναι ελλειπτική. Η παιδική συνείδηση καταγράφει εκείνα τα επεισόδια που τη σημάδεψαν. Αυτά όμως τα επιμέρους επεισόδια συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο και υφαίνουν στέρεα την πλοκή του μυθιστορήματος.

Αν εξαιρέσουμε τον πρόλογο και τον επίλογο, ο χρόνος της αφήγησης κινείται ευθύγραμμα, παρακολουθώντας, με άλματα βέβαια, την παιδική ηλικία της ηρωίδας. Υπάρχει όμως κι ένας εσωτερικός χρόνος. Αυτός που φέρνει τις σκιές και τα φαντάσματα, κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά, κι εκείνος που τα εξαφανίζει, όταν η στο περιβάλλον επικρατεί ασφάλεια και γαλήνη. Γιατί εκτός από τα εξωτερικά γεγονότα καταγράφεται και η απήχησή τους στην παιδική ψυχή. Κι αυτό κάνει το κείμενο πιο εσωτερικό και του προσδίδει μια ποιητική διάσταση.

Όλα αυτά τα υποστηρίζει μια γλώσσα άμεση και δραστική. Πρόκειται για γλώσσα ποιητικά ρεαλιστική, που καταφέρνει να μεταδώσει όλη την αλήθεια κι όλη τη συγκίνηση που προκύπτει από την ιστορία που διαβάζουμε. Απεικονίζει αυθεντικά τους χαρακτήρες, τις αντιφατικές καταστάσεις, τις λεπτές κινήσεις της ψυχής της ηρωίδας αλλά και των άλλων προσώπων. Τα λίγα ιδιωματικά στοιχεία μας μεταφέρουν ένα χρώμα της επαρχιακής κοινωνίας και της εποχής, χωρίς να γίνονται ηθογραφικά.

Το ύφος εξάλλου προσιδιάζει στην παιδικότητα της αφηγήτριας. Συχνά η ελλειπτικότητα και η παιδική αφέλεια μας πείθουν ότι μιλάει ένα παιδί. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτουν περισσότερα απ’ όσα παραλείπουν και ταυτόχρονα προσθέτουν στο κείμενο την υπαινικτικότητα  του ποιητικού λόγου, γεγονός που μαρτυρά την ωριμότητα της συγγραφέως και τη θητεία της στην ποίηση.

Τελικά αποτιμώντας το βιβλίο συνολικά θα θέσουμε ένα ερώτημα και θα επιχειρήσουμε να το απαντήσουμε. Κατά πόσο μια ακόμη βιωματική ιστορία καταφέρνει να γίνει λογοτεχνία και έχει κάτι να πει στο σύγχρονο αναγνώστη;  Η απάντηση μας  είναι ανεπιφύλακτα θετική. Πρώτα-πρώτα γιατί στο βίωμα, όταν είναι αυθεντικό και δε ναρκισσεύεται, μπορεί ο καθένας να βρει αυτό που τον αφορά. Κι έπειτα είτε βιωματική, είτε μυθοπλαστική η γραφή, όταν κατορθώνει να γίνει λογοτεχνία μας αφορά. Και το «σιλάνς σιλβουπλέ» γίνεται. Μέσα από την ατομική περίπτωση της η Μαρινέλλα Βλαχάκη καταγράφει τις βαθύτερες αντιφάσεις και συγκρούσεις που θρέφουν τόσο τη ζωή όσο και τη λογοτεχνία.

Προσωπικά γνώρισα τη συγγραφέα και την τέχνη της σε μια εποχή που με απασχολούσε έντονα το ερώτημα: κατά πόσο μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας, δηλ. από τους καθορισμούς της οικογενειακής μας παράδοσης και της ιστορίας του τόπου μας; Μπορούμε να ξεπεράσουμε τα όρια που μας θέτει η τύχη, η κοινωνική μας θέση και η εποχή μας; Ή για να το πούμε με το λόγο της συγγραφέως, μπορούμε να πετάξουμε από πάνω μας τα πολλαπλά επανωφόρια που μας τρώνε το κορμί και την ψυχή μας; Ομολογώ πως η απάντηση μου ήταν μάλλον αρνητική κι απαισιόδοξη! Το «σιλάνς σιλβουπλέ» μου έδειξε ότι όχι μόνο είναι εφικτό να πετάξεις από πάνω σου τα πολλαπλά επανωφόρια που σε βαραίνουν αλλά κι από τα ίδια τα υλικά τους να φτιάξεις ένα καινούριο φουστάνι για να πορευτείς στην υπόλοιπη ζωή σου.

Και όχημα της Μαρινέλλας  Βλαχάκη για να βγει από μια προδιαγεγραμμένη μοίρα υπήρξε και η τέχνη. Η περίπτωση της θυμίζει ένα από τα διηγήματα της Ανατολής της Μ. Γιουρσενάρ, όπου ο ζωγράφος Βάνγκ Φο για να σωθεί από το θάνατο που του επιφυλάσσει ο αυτοκράτορας ζωγραφίζει ένα κανό με το οποίο δραπετεύει μέσα στον πίνακά του. Έτσι κι Μαρινέλλα μπαίνει στην τέχνη του λόγου ή του θεάτρου και φεύγει μπροστά δείχνοντας μας το δρόμο.

Και για να κλείσω όπως άρχισα, όταν γυρίσαμε από τη Σούγια στο Ηράκλειο, πήγα την επαύριο στο Αναλόγιο και ζήτησα από το Μανόλη το «σιλάνς…» και ό,τι άλλο είχε από Μαρινέλλα. Του μίλησα επίσης  με θέρμη για την παρουσίαση του βιβλίου. Πριν από μένα είχε πάει κι άλλο μέλος της παρέας της Σούγιας. Ο Μανόλης εξανέστη. «Μα τι σας κάνει πια αυτή η Μαρινέλλα, μάγια σας κάνει;» Πράγματι αυτό ακριβώς συμβαίνει! Όποιον πλησιάζει η Μαρινέλλα τον γοητεύει με τη ζωή της, με τα γραπτά της, με τη θεατρική της δραστηριότητα, με τη γενναιοδωρία της.

 Και να ’μαστε λοιπόν απόψε εδώ να μοιραζόμαστε μαζί σας εκείνο το καλοκαιρινό όνειρο. Ήταν αρχή του καλοκαιριού τότε. Ελπίζουμε τώρα, στην καρδιά του χειμώνα,  να σας μεταδώσαμε κάτι από τη θερινή του θέρμη.

 

Ελένη Γιαμαλάκη

Ηράκλειο, 4-2-2009